κερμάτια

κερμάτια
κερμάτιον
cash
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κερμάτιο — το (Α κερμάτιον) (υποκορ. τού κέρμα) 1. μικρό κέρμα («σιωπῇ τῶν κερματίων ἐνέβαλλον εἰς τὰς χεῑρας», Πλούτ.) 2. στον πληθ. τα κερμάτια μικρά κομμάτια από σίδερο που τά τοποθετούσαν σε κλειστή θήκη και τά εκσφενδόνιζαν από μικρή απόσταση με τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”